ΠΥΡΡΩΝ Ο ΗΛΕΙΟΣ

Ο Πύρρωνας (360-270 π. Χ) γεννήθηκε στην πόλη της Ήλιδας, στα χρόνια του Φίλιππου του Μακεδόνα, ήταν δε γιός του Πλειστάρχου. Η πόλη αυτή είχε πυκνότερο πληθυσμό σε σύγκριση με τις γειτονικές της περιοχές και το σπουδαιότερο, είχε ανακηρυχθεί σε απαράβατα ιερή. Ο Πίνδαρος την αποκαλεί εκ τούτου «πάγκοινο». Έχαιρε λοιπόν ένα είδος κοινής αναγνώρισης και ασυλίας, εξ αιτίας των Πανελλήνιων Ολυμπιακών αγώνων που τελούνταν στην περιοχή της. Μπορεί οι αγώνες αυτοί να κρατούσαν πέντε ημέρες, κάθε τέσσερα χρόνια. Μήνες όμως πριν συγκεντρώνονταν οι αθλητές, οι συνοδοί και οι εκπαιδευτές τους στο γυμνάσιο της πόλεως για να προσαρμοστούν και να προετοιμαστούν. Έτσι, ούτε πόλεμοι, ούτε λεηλασίες επιτρεπόταν να συμβαίνουν εκεί. Και οι κάτοικοί της εξελίχθηκε ως εκ τούτου να είναι φιλήσυχοι και εργατικοί. Δεν εμφανίζονταν καν μάλιστα σε Δικαστήρια για να λύσουν διαφορές. Ανήκαν στο Αιολικό γένος και μιλούσαν τη διάλεκτο αυτή. Ιδιαίτερα δε η Μεγαρική φιλοσοφική σχολή είχε ένα αξιόλογο παράρτημα σε αυτήν.

Μέσα σε ευνοϊκές συνθήκες λοιπόν γεννήθηκε ο Πύρρωνας. Ξεκίνησε σαν ζωγράφος, αλλά δεν πρόκοψε φαίνεται σε αυτό. Αργότερα εξελίχθηκε σε καλό τελετουργό και κατέλαβε τη θέση του Αρχιερέα, στον τοπικό ναό. Εξ αιτίας του ήθους του μάλιστα εκδόθηκε ψήφισμα οι φιλόσοφοι να απαλλάσσονται από κάθε φορολογία. Οι πατριώτες του, έστησαν ένα άγαλμα σε αυτόν και οι Αθηναίοι τον ανακηρύξουν πολίτη τους.

Στη φιλοσοφία μυήθηκε από το Βρύσωνα το μαθηματικό, που ανήκε στην παραπάνω σχολή των Μεγαρέων. Η οποία είχε ιδρυθεί από τον Ευκλείδη τον Μεγαρέα (καμιά σύνδεση με τον Ευκλείδη, τον πατέρα της Γεωμετρίας). Από τον οποίο ο Πύρρωνας απέκτησε διαλεκτική δεινότητα. Υπήρξε στη συνέχεια μαθητής του Ανάξαρχου (380-320 π. Χ.) από τα Άβδηρα, ο οποίος απηχούσε τις ιδέες του Δημόκριτου και του Πρωταγόρα. Και ήταν αυτή η σχέση του με τον Ανάξαρχο που προσδιόρισε αποφασιστικά την μετέπειτα πορεία του Ηλείου σοφού. Έτσι σε νεαρή σχετικά ηλικία καθιερώθηκε σαν Διδάσκαλος και στην πατρίδα του.Διακρίθηκε κυρίως εξ αρχής για την ψυχική του γαλήνη. Συμπάθησε την απλότητα των Στωικών, καθώς είχε σχέση με τον σύγχρονό του Ζήνωνα και επηρεάστηκε σαφώς από το Επίκουρο. Εκτιμούσε το Δημόκριτο και τις θεωρίες του, προφανώς δε εντυπωσιάστηκε και από τη φράση του «Ετεή δεουδένίδμεν. Εν βυθώ γαρ η αλήθεια». «Δηλαδή στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τίποτα. Καθώς η αλήθεια είναι κρυμμένη σε μεγάλο βάθος». Και είχε προσεγγίσει ικανά τη σχετικότητα των φαινομένων που οδηγούσε αναλογικά και στη δυσκολία κατάκτησης της γνώσης που χαρακτήριζε τη θέση των Σοφιστών.

Οδηγήθηκε όμως μέσα από την επαφή του με τα εξαίρετα αυτά πρόσωπα και τα φιλοσοφικά τους σχήματα στο συμπέρασμα ότι ενώόλα αυτά δείχνουν τάχα επιφανή και ισοδύναμα μεταξύ τους, μπορεί να εμφανισθούν σε μια στιγμή μέσα με τρόπο εντελώς αντίθετο (αντίρροπο) και να ηττηθούν με επιχειρήματα από τα απέναντί τους δόγματα. Κατ’ αυτό τον τρόπο τα θεώρησε ότι εκφράζουν σχετικές μόνο αλήθειες και κράτησε εξ αρχής απόσταση (εποχή) αναφορικά με την αναζήτηση της εν βυθώ αληθείας, σαν μια μάταια προσπάθεια, παραμένοντας έτσι αμέτοχος, αλλά συγχρόνως και αμήχανος.

Πρέπει να τονιστεί για σύγκριση, ότι τόσο στο φιλοσοφικό, όσο και στον πολιτιστικό χώρο, ο πλουραλισμός στην αρχαία Ελλάδα, είχε μια πανάρχαια επιβεβλημένη καθιέρωση. Και μπορεί να υπήρξαν απόψεις πάνω στη σχετικότητα των πραγμάτων από πολλούς στοχαστές, πράγμα το οποίο θα μας απασχολήσεισε ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, αλλά ο Πύρρωνας ήταν ο πρώτος που καθολικά και κάθετα την πρόβαλλε.

Μαθητές του αυτή την πρώτη περίοδο των διδασκαλιών του, υπήρξαν ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης, ο Τίμωνας ο Φλιάσιος και ο Ναυσιφάνης ο Τήιος.

Μετά ο δάσκαλός του ο Ανάξαρχος ο αποκαλούμενος και όχι τυχαία ευδαιμονικός, τον παρακίνησε να ταξιδεύσουν στις Ινδίες, ακολουθώντας τα βήματα του Μεγάλου Αλέξανδρου. Η συνάντηση πρέπει να έλαβε χώρα λίγο μετά τη μάχη της Ισσού, την άνοιξη του 332. Ο Πύρρωνας γράφει με την ευκαιρία έναν ύμνο για το Στρατηλάτη όταν τον βρήκε στη Σιδώνα του Λιβάνου το ίδιο έτος. Γενναιόδωρος από τη φύση του ο Αλέξανδρος, αλλά και από τις νέες συνθήκες κατάκτησης, λέγεται ότι του χάρισε 1000 χρυσά νομίσματα. Και ο μεν Αβδηρίτης δάσκαλός του ασκώντας παράλληλα και την πολιτική τέχνη προσκολλήθηκε στην αυλή του Μακεδόνα στρατηλάτη, ενώ ο Ηλείος προτίμησε να γνωρίσει καλλίτερα τον ξένο αυτό τόπο και τους ανθρώπους του. Παράμειναν μάλιστα για ένα διάστημα και στα Τάξιλα. Κατά τη διάρκεια αυτών του των περιπλανήσεων και σταθμών, φαίνεται ότι ο Πύρρωνας κατά την επαφή που είχε με τους Γυμνοσοφιστές (στους οποίους προσθέτουν για λόγους απλά εντύπωσης και τους Πέρσες μάγους), διαπίστωσε την ευτυχία και τη γαλήνη τους, καθώς παράμεναν αυτοί αδιατάρακτοι πάνω στο παρόν. Καθώς δεν διατηρούσαν καμιά ενοχή από το παρελθόν και δεν ανάπτυσσαν καμιά φρούδα ελπίδα για το μέλλον. Και τότε μονομιάς όλα αυτά τα βιώματα του παρελθόντος με τους Έλληνες φιλοσόφους, τη σχετικότητα, την σκεπτικότητα και την πολλαπλότητα τους, όχι μόνο τα σύνθεσε με τις άμεσες εκείνες εμπειρίες του, αλλά τα οδήγησε σε μια βαθύτερη διείσδυση πάνω στην πραγματικότητα και σε μια απλότητα και πυκνότητα μοναδική. Επιστρέφοντας λοιπόν στην πατρίδα του μετά από αυτή την περιπλάνηση, αναδείχθηκε σε περιώνυμο όχι φιλόσοφο, αλλά ιδρυτή της ομώνυμης σχολής, που αποκλήθηκε έκτοτε Πυρρωνισμός. Της οποίας τη μορφή περιοριζόμαστε εδώ απλά να την αποκαλέσουμε εσωτερική.

Οι περισσότεροι από τους βιογράφους του, δεν είχαν τη διάκριση να ξεχωρίσουν από τα στοιχεία της ζωής του, αυτά που προσδιόριζαν τον πρότερο βίο του, από εκείνα που εμφανίζει μετά από την επιστροφή του από τις Ινδίες. Τα περισσότερα από αυτά τα περιστατικά που κατέγραψαν αφορούν σχεδόν το παρελθόν του, ή είναι φανταστικά και αυθαίρετα. Για παράδειγμα από τον περίγυρο του Αντίγονου από την Κάρυστο, προερχόταν η φήμη ότι ο Πύρρωνας δεχόταν το κάθε τι χωρίς προφύλαξη, ούτε υπολόγιζε τις άμαξες που έτρεχαν επάνω του, το γκρεμό στον οποίο μπορούσε να πέσει και τους σκύλους που τον γαύγιζαν. Όμως ο Αινεσίδημος επί του προκειμένου δηλώνει ξεκάθαρα ότι η στάση του δασκάλου του αυτή μέσα από την εποχή, αφορούσε μόνο τη φιλοσοφία του και ότι στην καθημερινότητα ήταν φυσικά και απαραίτητα προνοητικός. Τα μετέπειτα της επιστροφής του από την ανατολή, χαρακτηρίζονται απλά από τις λίγες φράσεις που διασώθηκαν, οι οποίες αναφέρουν ότι περνούσε το μεγαλύτερο πλέον διάστημα της ζωής του σε σιωπή και σε μακρές απομονώσεις. Και ότι σπάνια ερχόταν σε επαφή με τους δικούς του.

Πρόσφατα ο Richard Bett στο βιβλίο του «για τον Πύρρωνα, τους προηγούμενους αυτού και το θρύλο του» διερωτάται αν αυτός ο Ηλείος υπήρξε έστω και κατά προσέγγιση γνώστης του αποκληθέντος Πυρρωνισμού. Γιατί θεωρεί ότι η οποιαδήποτε επικοινωνία του με τις διδασκαλίες της Νότιας Ασίας, όταν βρέθηκε εκεί, ήταν αδύνατη. Εξ αιτίας κυρίως του προβλήματος της γλώσσας, που στο δογματικό επίπεδο απαιτείται να είναι αυτή διεξοδική και σε βάθος, όπως δηλώνει. Έτσι κατά το ταξίδι του στην ανατολή λέει, δεν έμαθε τίποτα. Και έχει δίκιο από την πλευρά τουο Richard. Αυτό εξ άλλου είναι και το πρόβλημα του Ακαδημαϊκού σχολαστικισμού που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ευθέως ο Πύρρωνας, το οποίο είδος καταγραφής και προσέγγισης ο Σέξτος Εμπειρικός χαρακτήρισε στεγνά σαν τις διδασκαλίες που έχουν αυτοί ακούσει ως «εγκύκλια μαθήματα». Γιατί ο σύγχρονος αυτός «λογικός» συγγραφέας αγνοεί τα ακόλουθα:

Ο Πύρρωνας, έκανε μια πρώτη επιλογή και υπέρβαση. Εγκατέλειψε τη ζωγραφική για να καταστεί Αρχιερέας στο ναό του Ολύμπιου Δία και της Ήρας. Που σημαίνει ότι κινήθηκε από τα εγκόσμια, στα υπερβατικά. Και μετά παρακινημένος από τον πόθο της αναζήτησης, ήλθε σε επαφή με όλους τους αξιόλογους φιλοσόφους της εποχής του, χωρίς όμως προσκόλληση. Για να διαπιστώσει απλά ότι κάθε ένας από αυτούς πρόβαλλε τις αξιόλογες διδασκαλίες του αυθεντικά, αλλά ότι τα επιχειρήματά του, μπορούσαν να ανατραπούν σε μια μόνο στιγμή από τα επιχειρήματα, εκείνου που θα στεκόταν τυχόν απέναντι του. Αυτή ήταν μια μοναδική διάκριση στο χώρο της Ελληνικής σκέψης όπου η πολυμορφία και η ανοχή όπως αναφέρθηκε, ήταν ο κανόνας. Και αυτή η επιπολάζουσα σχετικότητα που επισήμαιναν σποραδικά οι άλλοι, κατέστη μέσα του ο ρητός του κανόνας. Ο οποίος του δημιούργησε όχι απλά έναν σκεπτικισμό, αλλά μια μεγάλη απορία και ένα νοητικό κενό. Αυτά φαίνεται ήταν που μαζί με τη ακονισμένη διαίσθησή του και μόνο τον οδήγησαν, να ακολουθήσει τα βήματα του μεγάλου Στρατηλάτη. Καθώς σε αυτή του την απόφαση δεν τον παρακίνησε καμιά πρακτική και λογική προοπτική. Αλλά και εκεί δεν προσκολλήθηκε στην Αυλή του Αλέξανδρου, όπως έκανε ο Ανάξαρχος. Εξακολούθησε να είναι ερευνητικός και περιπατητικός. Παραμένοντας δε στα Τάξιλα, όπου καθώς είχε ιδρυθεί μια Ελληνική παροικία, είχε άνετα την ευκαιρία να επικοινωνήσει ουσιαστικά με τους επιχώριους.

Ο Αριανός αναφέρει σχετικά, ότι την άνοιξη του 326 π. Χ., ο Αλέξανδρος έφτασε στα Τάξιλα, όπου ο επιτόπιος βασιλιάς τον υποδέχτηκε με δώρα. Εκεί δέχτηκε και πρέσβεις από τους Ορεσίβιους Ινδούς όπου συνάντησε Βραχμάνους και συνδέθηκε με τους Ινδούς φιλοσόφους τον Δάνδαμη και τον Κάλανο. Διοικητής δε της περιοχής ορίστηκε ο Φίλιππος και μετά από αυτόν ο Εύδημος από τη Θράκη.

Κάλανος

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον παράμεινε ο Πύρρωνας λοιπόν και είχε κάθε ευκαιρία να επικοινωνήσει βαθιά και ουσιαστικά με τους Βραχμάνους και τους Ινδούς φιλοσόφους. Αλλά πέρα από αυτά, φαίνεται ότι κάποια στιγμή αντίκρισε ένα γιόγκι να κάθεται στη στάση του υπερβατικού διαλογισμού και η ακτινοβολία του και οι δονήσεις που εκείνος διέχεε, αισθάνθηκε να απλώνονται γύρω του στα εκατό τουλάχιστον μέτρα. Και κάθισε και αυτός απέναντί του. Και το κενό που είχε μέσα του γέμισε πλέον από φως (bodhi), φωτίστηκε.

Αν όλοι όσοι αποφάσιζαν να ασχοληθούν με τον Πύρρωνα, γνώριζαν κάποια βασικά έστω στοιχεία γύρω από το Βουδισμό, δεν θα αντιμετώπισαν τέτοια συμβατικά καθ’ όλα προβλήματα, όπως αυτά που εκθέτει ο Richard Bett στο βιβλίο του. Ούτε θα εγκλωβίζονταν σε ατέρμονες και σε ακαδημαϊκές αναλύσεις.

Γιατί ο Βουδισμός έχει ασκήσεις και διδασκαλίες που οδηγούν σε ότι αποκαλείται αυτοπραγμάτωση (Kensho / Satori), οι οποίες καταλήγουν τελικά στην ολοκληρωμένη απελευθέρωση και φώτιση (Bodhi). Όπως ακριβώς συνέβη και με τον ιστορικό Βούδα Σακυαμούνι (Sakyamuni) που το πέτυχε όχι σαν ένας καλός μαθητής και συνεπής ακροατής, αλλά μόνος του και μετά από έναν εντατικό και στοχαστικό διαλογισμό, κάτω από το δέντρο της φώτισης (Bodhi-vriksa). Περισσότερο από κάθε άλλη σχολή και παράδοση που τον ακολούθησε, το Ιαπωνικό Ζεν είναι εκείνο που επισημαίνει την πρωταρχική σημασία που έχει για τον ασκούμενο η ευθεία βίωση εκλάμψεων της φώτισης, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει το ανώφελο των συναφών τελετών και της διανοητικής ανάλυσης των κειμένων των διδασκαλιών, για την ολοκληρωτική επίτευξη αυτής της απελευθέρωσης. Η ιστορική θεμελίωση αυτού του δρόμου,ανάγεται επίσης και σε μια άλλη παραστατική εικόνα, όχι διδασκαλία, από τον ίδιο το Βούδα Σακυαμούνι. Ο οποίος ενώ βρισκόταν κάποτε στο όρος «Κορυφή του Γύπα» περιτριγυρισμένος από ένα σωρό μαθητές του, οι οποίοι ανάμεναν να τους διδάξει κάτι συγκεκριμένο, εκείνος σε μια στιγμή μέσα, ύψωσε άφωνα το χέρι του και τους έδειξε ένα λουλούδι που κρατούσε σε αυτό. Οι άλλοι μαθητές του έμειναν και αυτοί άφωνοι και παραξενεμένοι και μόνο ένας από αυτούς, ο Κασιάπα (Kashyapa), ο οποίος καθώς κατανόησε τη βαθύτερη σημασία αυτής της χειρονομίας, χαμογέλασε, απλά για να ανταποκριθεί στη μοναδικότητα της στιγμής. Με αυτό τον τρόπο βίωσε και αυτός σε κλάσματα χρόνου, ένα είδος προσωπικής φώτισης.

Με έναν παρόμοιο λοιπόν, λιτό και εντυπωσιακό μαζί τρόπο, πρέπει να έλαβε χώραν η μετάδοση από το πνεύμα και την καρδιά του όποιου Ινδού Βουδιστή, στο ανοιχτό και δεκτικό πνεύμα και στην πάλλουσα καρδιά του μαθητή του Πύρρωνα του Ηλείου, η κατανόηση. Που είναι μια πανταχού παρούσα όμως συνθήκη πάνω στη γη. Που άφατα και απεριόριστα συνδέει το δάσκαλο και το μαθητή σε μια στιγμή.

Ο Πύρρωνας παράμενε το μεγάλο αυτό διάστημα που διατηρήθηκε στη ζωή, μετά την επιστροφή του από την Ανατολή, σε σιωπή, σε αυστηρή απομόνωση και σε κάποιες σπηλιές. Και δε δίδαξε τίποτα απολύτως. Απλά μετέδιδε και αυτός άφωνα ή με λίγες κοφτές φράσεις τις εμπειρίες του. Και για το λόγο αυτό προσπαθούν να γεμίσουν τη ζωή του με τυχαία περιστατικά, ότι έπλενε κάποτε ένα γουρουνάκι, ή ότι όταν περπατούσαν με τον δάσκαλό του, εκείνος έπεσε σε ένα λάκκο αλλά ο μαθητής του συνέχισε αδιάφορος το δρόμο του. Πώς να περιγραφεί η μακρά απομόνωση του σε ένα σπήλαιο και οι συναφείς κατακτήσεις του, άμα δεν τα έχει ζήσει κανείς;