DUDJOM RIPONCHE
Ο Δάσκαλός Dudjom Rinpoche, Πνευματικός Αρχηγός της Σχολής των Αρχαίων (Nyingmapa) πάνω από μισό αιώνα (μέχρι το θάνατό του το 1987), έφερε παράλληλα τον τίτλο και την καθολική αναγνώριση ότι ήταν ο Αντιπρόσωπος (Regent) του Γκουρού Πάντμα Σαμπάβα σε αυτούς τους δύσκολους κύκλους του χρόνου. Υπήρξε μεγάλος αποκαλυπτής μυστικών κειμένων (Terton) και ένας από τους πιο καταξιωμένους ιστορικούς και ποιητές της χώρας του. Είχε ένα χαρακτήρα στο έπακρο ευγενικό, λεπτό και προσηνή. Επιβεβαιώνοντας έτσι και την εγκόσμια καταγωγή του, καθώς υπήρξε γόνος μιάς από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες της περιοχής Pawo του Νοτιοανατολικού Θιβέτ. Αναγνωρίστηκε από πολύ μικρή ηλικία σαν ενσάρκωση του Dudjom Lingpa (1835-1904) από μεγάλους Λάμα και από τον περίφημο Jamyang Khyentse Wangpo. Η ομώνυμη προηγούμενη ενσάρκωσή του, είχε καταστεί περιώνυμη για τη σκληρότητα με την οποία αντιμετώπιζε τους μαθητές του. Ανεξάρτητα βέβαια από το γεγονός ότι μέσα από αυτή τη σκόπιμη συμπεριφορά, ανάδειξε καταξιωμένους πράγματι ασκητές.
Αλλά αυτός ο αυστηρός Δάσκαλος, που και αυτού η πνευματικότητα προσδιόρισε το 19ο αιώνα, απέδειξε ότι υπήρξε προφητικός και ότι τον προσδιόριζε η ουσία και όχι οι εξωτερικοί τύποι. Γιατί ανάμεσα στην πλούσια συγγραφική του παραγωγή, τόλμησε να «συνοψίσει» με τρόπο «αποκαλυπτικό» ολόκληρο τον όγκο των προκαταρκτικών ασκήσεων της παράδοσης (Ngondro) σε λίγους μόνο στίχους. Σε ένα κλίμα όπου έντονη ήταν η ροπή για μακρόσυρτες τελετές και ασκήσεις, μια τέτοια μορφή κειμένου παράμεινε φυσικά απαρατήρητη. Αλλά ο Δάσκαλός μετά από ορισμένους οιωνούς την ανέσυρε και έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό από τους Δυτικούς μαθητές του. Και έχει μείνει γνωστή σαν Dudjom’s Tersar Ngondro.
Και έντονος υπάρχει ο σχολιασμός στους κύκλους μας, ότι αυτός ο μεγάλος Λάμα του 19ου αιώνα, προείδε την εξάπλωση του Αδαμάντινου Οχήματος στη Δύση. Και διαιστάνθηκε ότι μόνο λιτές και έμφορτες βέβαια εκφράσεις του Ντάρμα θα ωφελούσαν τους νέους Βουδιστές.
DILGO KHYENTSE
Dilgo Khyentse Tashi Paljor (1910-1991): Αυτός ο μεγάλος Γιόγκι και Διδάσκαλος γεννήθηκε στο Καμ (*Kham) του ανατολικού Θιβέτ. Υπήρξε ο πιο καταξιωμένος συνεχιστής της παράδοσης του Dzongsar Khyentse Chokyi Lodro. Από αυτό το μεγάλο Διδάσκαλο έλαβε πλήρως τις διδασκαλίες των Σχολών Sakya, Kagyu, Gelukpa, Nyingma και ειδικότερα του Longchen Nyingthig. Μετά την έξοδο των Λάμα το 1959 από το Θιβέτ, εξ αιτίας της εισόδου των Κινέζων, παρέμεινε αρχικά στις Ινδίες και μετά εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Γαλλία. Επισκέφθηκε πολλές χώρες της Δύσης και δίδαξε με μοναδική σοφία και γνώση την παράδοση του Nyingtig. Υπήρξε πνευματικός Αρχηγός της Σχολής των Αρχαίων (Nyingma), μετά τον Dudjom Rinpoche. Όπως το διατυπώνει και ο 14oς Δαλάι Λάμα: «Ο Dilgo Khyentse Rinpoche, υπήρξε ένας από τους πλέον καταξιωμένους Βουδιστές Διδασκάλους που συνάντησα, αλλά ταυτοχρόνως ακτινοβολούσε όλη τη θέρμη και τις ανώτερες ποιότητες ενός αληθινού και στον υπέρτατο βαθμό, αγαθού ανθρωπίνου όντος». Απεβίωσε, επισκεπτόμενος το Μπουτάν.
PENOR RIPONCHE
Penor Rinpoche (1932-2010), ο τρίτος μετά την εξορία, πνευματικός αρχηγός της σχολής των Αρχαίων (Nyigmapa) του Θιβετιανού Βουδισμού (Vajrayana). Γεννήθηκε σε ένα χωριό του Καμ (Kham), του Ανατολικού Θιβέτ, κάτω από θαυμάσιους οιωνούς. Στην τρυφερή ηλικία των πέντε ετών μπήκε στην περίφημη Μονή Palyul, την έδρα της προηγούμενης ενσάρκωσής του, στην οποία αργότερα αναδείχτηκε σαν ο ενδέκατος κατά σειράν Ηγούμενός της. Από πολύ ενωρίς έδειξε ικανότητες και κατακτήσεις (siddhi) που εξέπλητταν, όπως το να ενώνει σπασμένα μεταλλικά τελετουργικά όργανα μόνο με την απλή επαφή, να τον περιβάλλουν ουράνια τόξα, να αναβράζει νέκταρ μέσα σε άδειο κρανίο, να αφήνει το αποτύπωμα των πελμάτων του πάνω σε πέτρες. Έλαβε τους μοναχικούς όρκους από τον φημισμένο Khempo Ngaga. Έτσι ο Penor Rinpoche είχε την ευλογία να ζήσει την έκταση αυτής της Μονής που έφθασε να έχει υπό τη σκέπη της τετρακόσια μετόχια και αυτόνομα παραρτήματα Μονών σε όλο το Θιβέτ με ένα σύνολο Μοναχών που αριθμούσε τα τριακόσιες χιλιάδες άτομα. Ένα ολόκληρο δηλαδή Βουδικό πεδίο επί της γης. Και αυτό στην κοινωνική δομή του Θιβέτ, τον είχε αναδείξει και σε ένα είδος εγκόσμιου Μονάρχη (Chakravartin). Το 1956, στην ηλικία των είκοσι τεσσάρων ετών, πραγματοποίησε το όνειρο κάθε Θιβετανού, να επισκεφθεί την πρωτεύουσα, τη Λάσα και να προσκυνήσει το περίφημο άγαλμα Jowo, συνοδευόμενος από μια μεγάλη ακολουθία. Συνάντησε τον ακόμα πιο νεαρό τότε 14ο Δαλάι Λάμα και κατά τη μακρά αυτή πορεία, επισκέφτηκε πολλούς ιερούς τόπους. Καθώς η κατάσταση με την παρουσία των Κινέζων κατέστη πολύ επικίνδυνη, ο Πένορ Ρίνποτσε, με τριακόσιους Μοναχούς, όταν ξέσπασαν οι ταραχές, διέφυγε προς τα βορειοανατολικά σύνορα των Ινδιών. Η έξοδος αυτή ήταν μακρά και πολύ επικίνδυνη. Κράτησε έξη μήνες και μόνο τριάντα άτομα επέζησαν της καταδίωξης των Κινεζικών στρατευμάτων. Ο ίδιος έπαθε κρυοπαγήματα, από τα οποία από τότε και υπέφερε. Έχοντας σαν αποστολή να συνεχίσει την ένδοξη παράδοση Palyul, κατέφυγε στις νότιες Ινδίες, κοντά στη Μυσόρη και έλαβε την άδεια από τις κυβερνητικές αρχές να ανεγείρει ένα μικρό κτίσμα στις παρυφές μιας ζούγκλας. Οι συνθήκες που αντιμετώπισε εκεί, θα αποθάρρυναν και τον πιο σκληροτράχηλο νέο άνδρα. Με τους βρυχηθμούς των λιονταριών σε μικρή απόσταση και κάτω από τον καυτό ήλιο, έχοντας δίπλα του μια χούφτα Μοναχούς, έφερνε νερό από το ποτάμι με έναν κουβά και άρχισε να χτίζει με χέρια ματωμένα και πρησμένα. Σήμερα, η Μονή Palyul των Ινδιών με 1.500 Μοναχούς, έχει τον κεντρικό της Ναό, το μεγαλύτερο στις Ινδίες που τον εγκαινιάσαμε το έτος 2.000 με τετραώροφα σε ύψος μέσα αγάλματα, οκτώ άλλους ναούς, κέντρο απομόνωσης, σχολές, Κατώτερης, Μέσης και Ανώτερης εκπαίδευσης, Βουδιστικής και εγκόσμιας, πάρκα, ξενώνες, γηροκομείο, γυναικεία μονή 350 γυναικών Μοναχών, και κάθε άλλη δυνατή δραστηριότητα. Αποτελεί ένα ισχυρό πνευματικό κέντρο το οποίο αναμόρφωσε ολόκληρη των περιοχή, τόσο για τον Ινδικό πληθυσμό, όσο και για την Θιβετιανή παροικία που συγκεντρώθηκε γύρω της. Είχε επισκεφθεί δυό φορές την Ελλάδα προσκεκλημένος του Κέντρου Βουδιστικών Μελετών και Πρακτικής «Ο Βασιλεύς Μένανδρος» και περιηγήθηκε θαυμάζοντας τους Δελφούς, το Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο και την Ύδρα.