Μπορεί να είχε επισυμβεί εν τω μεταξύ κάποια αόριστη νέα συνθήκη. Ή να επαναλήφθηκε κάτι πανάρχαιο και πολύ σημαντικό. Να ταξίδεψαν για παράδειγμα πάνω σε ένα ποστάλι μερικές θαλασσινές αύρες από χώρες μακρυνές και να αναμίχθηκαν ευφρόσυνα με τα αντίστοιχα μελτέμια του Αιγαίου. Να αναπτύχθηκε μιά εγχρωμη αναδρομή ομαδικού ονείρου στην κοιλάδα του Αδίγη, μιά συζυγία αστερισμών πάνω συτον Υδροχόο, ή μια εξαίρετη ανθοφορία στα ροδόδεντρα της οροσειράς του Αίμου. Ακόμα και ένας καταιονισμός πυρός της δεύτερης αποκάλυψης. Αλλά μπορεί να μην έγινε και τίποτα από όλα αυτά.
Γεγονός πάντως είναι ότι ορισμένα άτομα σε διάφορες περιοχές αυτού του μικρού πλανήτη και ταυτόχρονα, αισθάνθηκαν σα να έχουν στο μέτωπο ένα ξεχωριστό σημάδι. Ακριβώς ανάμεσα στα φρύδια. Και άρχισαν να αφήνουν οι γυναίκες το μαγείρεμα στη μέση και οι άντρες να εγκαταλείπουν ένα σπουδαίο συμβούλιο για λίγα τάχα λεπτά της ώρας. Και μιά ξανθιά κοπέλα να σταματάει μπροστά στην είσοδο του καραβιού που έφευγε για τη Σαμοθράκη και αφήνοντας τη βαλίτσα της πάνω στην προκυμαία, να γυρίζει πίσω.
Και χωρίς να νοιάζονται πιά για την όποια συνέπεια της απουσίας τους, έπαιρναν τους δρόμους, ανιχνεύοντας σαν τα χέλια, τον αρχικό προορισμό τους. Και συναντούσαν ο ένας τον άλλο σε κάποιο σταθροδρόμι και άγνωστοι μεταξύ τους χαμογελούσαν απλά με νόημα και υποκλίνονταν σχεδόν αδιόρατα σε κάτι. Και χωρίς καμιά άλλη εξληγηση πορεύονταν ο ένας δίπλα στον άλλο.
Και τα άτομα σχημάτιζαν σιγά-σιγά ομάδες και σε κάποιο σημείο καθώς γίνονταν περισσότεροι, καταλάβαιναν ότι έχουν συντονίσει όλοι τα βήματά τους, αλλά ελαφρά και με χάρη, χωρίς να έχουν κάτι κοφτό. Αντίθετα το παράστημα τους σα να αποκτούσε έναν άλλο αέρα και η υπόστασή τους να περιβάλλεται από μια πάλλουσα ιεροπρέπεια. Και από καιρό σε καιρό αισθάνονταν τα χέρια τους να στέλνουν ευλογίες προς το κάθε τι. Προς το χορτάρι και τα βράχια, τα πουλιά και τα σύννεφα, τους λογισμούς και τα όνειρα.
Και χωρίς να απορούν ή να το περιμένουν, βρίσκονταν όλοι με αναμμένα κεριά στά χέρια τους και σχημάτιζαν πια πραγματικές λαμπαδηδρομίες τη νύχτα και τα κεριά τους κρατούσαν ώρες πολλές χωρίς να λειώνουν και οι άνθρωποι περπατούσαν ασταμάτητα χωρίς να κουράζονται. Και την ημέρα οι λαμπάδες γίνονταν χρυσά κύπελλα προσφορών, γεμάτα με άνθη και φρούτα εξωτικά και καρπούς. Και άλλα από αυτά ανάδιδαν ένα σωρό θυμιάματα. Και ανέβαιναν ουρές ατελείωτες προς τους Δελφούς και το Δίον και το Παγκαίον και την Ιδη. Και σε άλλες χώρες όδευαν σε αντίστοιχους τόπους ευλογημένους από χρόνους μυθικούς. Τόπους όπου είχε επιθάλψει επάνω τους ο ήλιος δεσμούς άσβεστου φωτός.
Και τρέφονταν οι οδοιπόροι από την ουσία των πέντε στοιχείων και τη δύναμη των επτά μετάλλων και δεν είχαν ανάγκη από άλλη στέρεα τροφή ή να πιούν κάτι για να ξεδιψάσουν.
Και ήταν σα να έφεραν λευκά ριχτά ιμάτια όλοι τους, άνδρες και γυναίκες ακριβώς τα ίδια. Φτιαγμένα από λινό της Σιδώνας και της Τύρου. Με γυρίσματα μεταξιού που το δούλεψαν σεμνά υφάντρες από την Καλαμάτα.
Και περνούσαν μέσα από τα χωριά και τις πόλεις σχεδόν απαρατήρητοι γιατί ήταν οι όμοιοι που έβλεπαν τους ομοίους και οι άλλοι δεν αντιλαμβάνονταν τίποτα από όλα αυτά.
Και καθώς πλησίαζαν στους προορισμένους τόπους, χωρίς αρχηγούς και χωρίς χάρτες, άκουγαν ψαλμωδίες και έβλεπαν αρχετυπικά οράματα ψηλά και τους περιέβαλλαν φώτα πολύχρωμα και ακτίνες. Και δέχονταν ευλογίες σαν να πέφτουν ροδοπέταλα και σκόνη χρυσή από το στερέωμα.
Και όταν κατέληγαν στα δυνατά αυτά μέρη, κάθονταν κάτω σιωπηλά και παράμεναν σε μια βαθιά και καθαρή ηρεμία, χρόνο ανυπολόγιστο. Και κοίταζαν τον απλόχωρο ουρανό και κοίταζαν απλά στα μάτια ο ένας τον άλλο και ένοιωθαν την ίδια απεραντοσύνη και από τα δύο αυτά κοιτάγματα. Και η καρδιά τους είχε πια ανοίξει πάνω στην ίδια βεβαιότητα, εξαλείφοντας κάθε φόβο. Γιατί όλα επέπρωτο να εξελιχθούν όπως ακριβώς ήταν να γίνουν. Καθώς τίποτα πια δεν περίμεναν.
Και ο ένας μετά τον άλλο, όταν έκριναν ότι ερχόταν η ώρα, σηκώνονταν και αφού έκαναν μια αόρατη και αξιοπρεπή υπόκλιση, έπαιρναν χωρίς βιασύνη του γυρισμού το δρόμο.
Και μετέφεραν όλοι στα αχειροποίητα δισάκια τους αυτή την αίσθηση της πληρότητας και την έσπερναν με διάκριση απ’ όπου και αν περνούσαν. Και η ατμόσφαιρα σα να γινόταν κάπως καθαρότερη από τη μόλυνση και τα φυτά σα να αποκτούσαν την πρώτη τους υγεία και ζωντάνια και τα νερά κελάρυζαν και τα μωρά έπαυαν να κλαίνε. Και η βία και η οργή και η απληστία σα να εξανεμίζονταν, κουρασμένες με τρόπο φυσικό και από μόνες τους.
Και γύριζε ένας ένας ήσυχα στη θέση του. Για να συνεχίσουν οι γυναίκες το μαγείρεμα και οι άντρες τα συμβούλια που είχαν αφήσει και η ξανθιά δασκάλα για να διδάξει τα παιδιά να ξαναπαίζουν, ακριβώς από κει που είχε σταματήσει την επίδειξη με τα χρωματιστά κομμάτια από χαρτί. Και κείνα ήταν τότε που κατάλαβαν.
Και κανένας σεν είχε αισθανθεί έλλειψη από την απουσία τους, όσο και αν αυτή κράτησε. Γιατί το όνειρο πάνω το όνειρο, έχει το δικό του χάρισμα και τη δική του πλέξη.
Και παράμεναν μετά από αυτό, χωρίς το παραμικρό ύφος όλοι τους. Και τίποτα το ξεχωριστό δεν έδειχνε η συμπεριφορά τους. Και συνέχισαν φυσικά να αγαπούν και να αγαπιούνται.
Και αυτές οι αποκαλυπτικές στην ουσία τους περιοδείες, επαναλαμβάνονταν σε τακτά και απροσδιόριστα μαζί διαστήματα, γιατί ο χρόνος σε αυτές δεν ήτανε ο συμβατικός. Με διαφορετικούς κατά τα φαινόμενα οδοιπόρους κάθε φορά και με διαφορετικά στίγματα και αναφορές. Αλλά με την ίδια πάντα υπερβατική λειτουργική. Και με τις ίδιες ελικοειδείς στο ανέβασμά τους λαμπαδηδρομίες.
Kαι ενώ τα πράγματα ήταν ακριβώς όπως ήτανε και πρώτα, είχαν τώρα τα ίδια σχήματα μιαν άλλη ένθετη και ένθεη στιλπνότητα. Και ότι πια κι αν άγγιζαν αυτοί που είχαν το αόρατο σημάδι ανάμεσα στα φρύδια τους και κρατούσαν πάνω στις παλάμες τους ουράνια τόξα, ανάδινε ένα όμορφο στέμμα σαν εκείνο ακριβώς του ηλίου. Μόνο που τώρα έβγαινε από μέσα.
(Απο το μυθιστόρημα του Ευστ. Λιακόπουλου Ένα Ουράνιο Τόξο τα Μεσάνυκτα)